- εξαίρετος
- -η, -ο (AM ἐξαίρετος, -ον) [εξαιρώ]1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.)2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ' εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον»)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετονό,τι δίδεται στον επιζώντα σύζυγο εκτός τής κληρονομικής του μερίδας σε περίπτωση «διαδοχής εξ αδιαθέτου»αρχ.1. διαφορετικός2. αυτός που εξαιρείται («ἀπέκτεινον και ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα», Θουκ.)3. αυτός που αποχωρίζεται, ξεχωρίζεται για ορισμένο σκοπό («καὶ χίλια τάλαντα ἀπὸ τῶν ἐν τῇ ἀκροπόλει χρημάτων ἔδοξεν αύτοῑς ἐξαίρετα ποιησαμένους χωρὶς θέσθαι», Θουκ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετονα) διακριτικό σημάδιβ) ξεχωριστός χαρακτήρας5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαίρεταα) αναλώματαβ) μέρη μηχανήματοςγ) δώρα.επίρρ...εξαίρετα (AM ἐξαιρέτως)1. σε εξαίρετο βαθμό, πάρα πολύ2. πολύ καλά, θαυμάσιααρχ.-μσν.ιδίως, προπάντωναρχ.αποκλειστικά, εντελώς ξεχωριστά.
Dictionary of Greek. 2013.